.. Και ο χρόνος γλυστρά μέσα από τα δάχτυλά μας , η ανημποριά της παλάμης να συγκρατήσει τις σταλαγματιές των δευτερολέπτων αυγαταίνει τον εκολαπτόμενο εκνευρισμό . Σθεναρό ανάχωμα ενα χαδάκι στον χαριτωμένο Περού το σκυλάκι που μοιράζει την ανυπομονησία του για την απογευματινή έξοδο του. Τα βλέματα συναντώνται στον αέρα και οι υπότιτλοι χαραγμένοι στα δυό σπινθιροβόλα μάτια του .. << ... εντάξει αφεντικό σε λίγο .. περιμένω .. >> . Ετσι κι έγινε . Σε λίγο κυκλώνουμε το τετράγωνο της γειτονιάς ευχαριστος περίπατος με την σβελτάδα του Περού να διακόπτεται από σκόρπια μικρά διαλλείμματα ελέω μυρωδιών, και την ουρίτσα του να αιωρείται στον αέρα τόσο όσο που θύμιζε βέργα παθιασμένου μαέστρου . ! Βλέπεις η χαρά δεν κρύβεται . Συμβαίνει και στούς ανθρώπους ! Η χαρά και η θλίψη , ανεστραμένα είδωλα ! Ενα μίγμα συναισθημάτων που για κάποιους λόγους < ανθοφορούν > κάθε φορά που βρισκόμαστε απέναντι στ οπισθόφυλλο του χρόνου . Στην γειτνίαση του παλιού με του καινούργιου . Παράδοση και παραλαβή ! Ξετυλίγονται αναδρομές, απολογισμοί , γεγονότα με διαβαθμίσεις κατά το δοκούν , ημερολόγια , συμβάντα , μια χιονοστιβάδα που άλλοτε μας πνίγει και άλλοτε μας χαροποιεί ! Κι εδώ ζητώ ταπεινά συγνώμη , επιτρέψτε μου να χαράξω μ ια παυλα στην σκέψη μου σαν κι αυτές που χρησιμοποιούμε τις φορές που κόβεται η λέξη για να συνεχίσουμε στην επόμενη σειρά . Μόνο που από τα σωρευμένα << ημερολόγια >> κάποια σου <<κόβουν την ανάσα >> . Αναμοχλεύω το πιθάρι της λήθης και τραβώ στην τύχη στιγμές που σκιαγραφούν γκριμάτσες ανωνύμων ανθρώπων .
Βράδυ! Ο ήρωας της ιστορίας μας αναμετριέται με το παιχνίδισμα της νύχτας , ροκανίζει τον χρόνο του μουτζουρώνοντας λευκές κόλλες με διάφορες σκέψεις , διόλου α-διάφορες ομως για το είναι του . Οταν καταλαγιάζει η νύχτα τα δευτερόλεπτα βαραίνουν Την επόμενη μέρα στο γραφείο του αντικρίζει τα ίδια πρόσωπα , ο κυρ Κώστας με το πυκνοδασωμένο μουστάκι θα του φέρει τον ίδιο καφέ , ο ιδιος λαχειοπώλης θα << παίξει >> με τα νευρα του , ο ιδιος ταχυδρόμος θ ακουμπήσει στο πεζούλι την σχεδόν ίδια αλληλογραφία . , και ο ιδιος θα χωθεί πίσω από τα χαρτιά του εως ότου το ρολόι δείξει περασμένο μεσημέρι . Οι υπόλοιπες κινήσεις χαραγμένες σαν καθημερινό δρομολόγιο . Ξέρει καλά την διαδρομή προς το σπίτι .
Μετά από κάμποση ώρα , μέσα στο δωμάτιο του επικρατεί ημιφως ! Αραγε πόσο είχε κοιμηθεί ? Εχει ήδη απογευματιάσει για τα καλά . Το κεφάλι του θαρρείς πως το βαράνε καμπαναριά ! Αρκετά καντάρια βάρος . Καταφεύγει στο κρύο νερό , πλένει το πρόσωπό του , στέκεται μπρος στον καθρέφτη δοκιμάζει νωχελικά δυό τρείς γκριμάτσες και κάνει σαν να ακούει βήματα . Βήματα μέσα του, γύρω του , παντού , μα και πουθενά .. ! Κι ενα σφύξιμο στο στομάχι ηρθε σαν απαρχή μιας ρυθμικής ανησυχίας . Νοιώθει πως ο εγκέφαλος χωρίζεται στα δύο , αργοπεθαίνει ?? Αυτοκτονεί ?? Η κάποιος τον σκοτώνει ?? Κάνει δυο βόλτες , προχωρει προς το ντουλάπι με τα φάρμακα , και με το τρέμουλο του χεριού του καταγκρεμίζει τα κουτάκια , ξεχωρίζει ένα ημισκισμένο πολύχρωμο , το παρατηρεί για λίγο , και με μια απότομη βίαιη κίνηση , και με σφιγμένα χείλη τα κάνει θρίψαλα μέσα στην χούφτα του .. Ετσι καθώς στρέφει το βλέμμα του προς το παράθυρο αποφασισμένος με όση δύναμη του μένει τρέχει γοργά το ανοίγει λύνει την χούφτα του , και κραδαίνοντας ρίχνει τα χάπια στην κρύα σκοτεινιά της νύχτας !!! Με το τρέμουλο στην ραχοκοκκαλιά του λουσμένος στον ιδρώτα και το βλέμμα αγκυστρωμένο στον έναστρο ουρανό ξεκινα ν απαγγέλει : ..... << Αυτός εκεί / ο συγκεκριμένος άνθρωπος / είχε μια συγκεκριμένη ζωή / με συγκεκριμένες πράξεις/ . Γιαυτό/ και / η συγκεκριμένη κοινωνία/ για τον συγκεκριμένο σκοπό / τον καταδίκασε / σ εναν αόριστο θάνατο. ! /.
Και απο τότε η φωνή του σαν ηχώ σμίγει με την μελωδία των ευχών που σαν αποδημητικά πουλιά φτερουγίζουν και αναζητούν ζεστή αγκαλιά !!!
... κυρ..... σαμ...
Βράδυ! Ο ήρωας της ιστορίας μας αναμετριέται με το παιχνίδισμα της νύχτας , ροκανίζει τον χρόνο του μουτζουρώνοντας λευκές κόλλες με διάφορες σκέψεις , διόλου α-διάφορες ομως για το είναι του . Οταν καταλαγιάζει η νύχτα τα δευτερόλεπτα βαραίνουν Την επόμενη μέρα στο γραφείο του αντικρίζει τα ίδια πρόσωπα , ο κυρ Κώστας με το πυκνοδασωμένο μουστάκι θα του φέρει τον ίδιο καφέ , ο ιδιος λαχειοπώλης θα << παίξει >> με τα νευρα του , ο ιδιος ταχυδρόμος θ ακουμπήσει στο πεζούλι την σχεδόν ίδια αλληλογραφία . , και ο ιδιος θα χωθεί πίσω από τα χαρτιά του εως ότου το ρολόι δείξει περασμένο μεσημέρι . Οι υπόλοιπες κινήσεις χαραγμένες σαν καθημερινό δρομολόγιο . Ξέρει καλά την διαδρομή προς το σπίτι .
Μετά από κάμποση ώρα , μέσα στο δωμάτιο του επικρατεί ημιφως ! Αραγε πόσο είχε κοιμηθεί ? Εχει ήδη απογευματιάσει για τα καλά . Το κεφάλι του θαρρείς πως το βαράνε καμπαναριά ! Αρκετά καντάρια βάρος . Καταφεύγει στο κρύο νερό , πλένει το πρόσωπό του , στέκεται μπρος στον καθρέφτη δοκιμάζει νωχελικά δυό τρείς γκριμάτσες και κάνει σαν να ακούει βήματα . Βήματα μέσα του, γύρω του , παντού , μα και πουθενά .. ! Κι ενα σφύξιμο στο στομάχι ηρθε σαν απαρχή μιας ρυθμικής ανησυχίας . Νοιώθει πως ο εγκέφαλος χωρίζεται στα δύο , αργοπεθαίνει ?? Αυτοκτονεί ?? Η κάποιος τον σκοτώνει ?? Κάνει δυο βόλτες , προχωρει προς το ντουλάπι με τα φάρμακα , και με το τρέμουλο του χεριού του καταγκρεμίζει τα κουτάκια , ξεχωρίζει ένα ημισκισμένο πολύχρωμο , το παρατηρεί για λίγο , και με μια απότομη βίαιη κίνηση , και με σφιγμένα χείλη τα κάνει θρίψαλα μέσα στην χούφτα του .. Ετσι καθώς στρέφει το βλέμμα του προς το παράθυρο αποφασισμένος με όση δύναμη του μένει τρέχει γοργά το ανοίγει λύνει την χούφτα του , και κραδαίνοντας ρίχνει τα χάπια στην κρύα σκοτεινιά της νύχτας !!! Με το τρέμουλο στην ραχοκοκκαλιά του λουσμένος στον ιδρώτα και το βλέμμα αγκυστρωμένο στον έναστρο ουρανό ξεκινα ν απαγγέλει : ..... << Αυτός εκεί / ο συγκεκριμένος άνθρωπος / είχε μια συγκεκριμένη ζωή / με συγκεκριμένες πράξεις/ . Γιαυτό/ και / η συγκεκριμένη κοινωνία/ για τον συγκεκριμένο σκοπό / τον καταδίκασε / σ εναν αόριστο θάνατο. ! /.
Και απο τότε η φωνή του σαν ηχώ σμίγει με την μελωδία των ευχών που σαν αποδημητικά πουλιά φτερουγίζουν και αναζητούν ζεστή αγκαλιά !!!
... κυρ..... σαμ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου