Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Λόγο ... Γραφής ... !!! Το τρένο που δεν χαιρετούσε ...Ζ. Λεντς ( διασκευή )

     Στιγμές  παραμυθιού  πολύτιμοι λίθοι   με  διαχρονική αξία ... !  Λόγο .....Γραφής .. ! 

       Πιάνο   Καίτη Γρατσέα      Αφήγηση   Γιάννα  Βασιλείου       Διασκευή   Κυριάκος Σάμιος 

Το  τρένο  που  δεν  χαιρετούσε   Ζιγκφριντ  Λεντς  ( διασκευή )

   

 

.... Το  μικρό  αγόρι  καθώς  κατεβαίνει  την  ξύλινη  σκάλα  αργά- αργά  με  το

ένα  του  χέρι  ν’ ακουμπά  την  κουπαστή  της  σκάλας   ενώ   στο  άλλο   η  σάκα  του ταλαντεύεται ,  βήμα- βήμα,  σκαλοπάτι-  σκαλοπάτι.

    Οι  σκέψεις  του  το  ίδιο,  όμοιες  βαγόνια  που  κυλούν!

Αφήνει  πίσω  του  και  το  τελευταίο  πλατύσκαλο  διορθώνει  τα  λουριά  της  σάκας

Του,  ανοίγει  την  εξώπορτα  και  < σντουβ >  ακολουθεί  ένας  δυνατός  βρόντος.

      Το  πρώτο  φως  της  ημέρας  τονίζει  περισσότερο  το  θλιμμένο  πρόσωπο  του.

Πέρασε  δύσκολη  νύχτα!  Πάει  καιρός  τώρα  που  οι  νύχτες  του  παίζουν  κρυφτούλι  με  τον  ύπνο  του.

     Σε  λίγο  το  μικρό  αγόρι με  το  θλιμμένο  πρόσωπο  φθάνει  στο  καθιερωμένο 

Σημείο.  Στον  σταθμό  του  τρένου!  Εκεί  όπου  οι  μεγάλες  μακριές  σιδερένιες

Ράγες  του  τρένου  απολαμβάνουν  την  άπλα  τους  και   περιμένουν  υπομονετικά

Το  πέρασμα  του  .  Κοιτάζει  το  ρολόι  του  σταθμού !  Από  την  θολή  τζαμαρία 

Διακρίνει  την  ώρα............................

_____  Σε  λίγο  θα  φανεί.....

Αυτό  είπε  και  αφήνει  την  σάκα  του  στο  πεζούλι  του  μαντρότοιχου.  Θέλει  τα

xέρια  του  ελεύθερα  έτσι  διευκολύνεται  καλύτερα   να  χαιρετήσει  άνετα  και ανεμπόδιστα  τους  επιβάτες  του  τρένου.

    Ο   χρόνος  κυλλά.  Το  ίδιο  και  το  τρένο  που  κάποια  στιγμή  στέλνει  το  σινιάλο  του.  Το  σφύριγμα  και  η  λιχνή    καπνοφυγούρα    τον  διαπερνά  σαν  γλυκό  τσίμπημα  .  Πραγματικά !!  Το  τρένο  περνά  από  μπροστά  του, ξεδιπλώνει την  βιασύνη  των  επιβατών  πάνω  στις  μακριές  σιδερένιες  ράγες.

      Το  μικρό  αγόρι  πλημμυρισμένο  από  χαρά ,  ενθουσιασμένο,  χοροπηδά  συνέχεια  και  χαιρετά  με  τα  χέρια  υψωμένα !!

_____   Γειά  σας!   Καλό  ταξίδι !!  Ε...ε...εε..ε  !!  Μ’ ακούτε...ε..ε !  Καλό  ταξίδι !!!

         Όμως  την  ίδια  στιγμή  οι  επιβάτες  κάτι  σαν  χρωματιστές  χαλκομανίες  ασάλευτοι,  αφοσιωμένοι  άλλοι  στο  διάβασμα  της  εφημερίδας  , άλλοι  παραδομένοι  στην  κούραση  του  ταξιδιού  , με  μισόκλειστα  μάτια  βυθίζονται  στα  όνειρα  τους .

     Έτσι  περνούν  χωρίς  να  μοιραστούν  την  χαρά , τον  ενθουσιασμό, τον  θερμό χαιρετισμό  του   μικρού  αγοριού!

     Ακόμη  κι΄ όταν   το  τρένο  απομακρύνεται  , συνεχίζει  την  πορεία  του  , το  μικρό  αγόρι  επιμένει  με  υψωμένα  τα  χέρια   να το  χαιρετά

_____  Ε..ε...ε! Καλό  ταξίδι..ι..ι..ι ! Καλή  συνέχεια..α..α.α  !   Μ΄’  ακούτε  !  Γειά  σας!!  

  Το  χαιρετά  έως  ότου  συρθεί    στην  στροφή  και  χαθεί   στο  βάθος  του  ορίζοντα.

     Τώρα  πια  ο  απόηχος  του  σφυρίγματος  και  ένα  σύμπλεγμα  από  καπνοφιγούρες   καθρεφτίζονται  στο  θλιμμένο  πρόσωπο  του  αγοριού  .Κρίμα !! Μια  ακόμη  προσπάθεια   πέφτει  στο  κενό.

Μένει  για  λίγο  ακίνητο  με  το  ένα  χέρι   μετέωρο  στον  αέρα  και  το  βλέμμα  καρφωμένο  προς  την  μεριά  όπου  η  εικόνα   του  τρένου   σβήνει   για  τα  καλά!  Σβήνει  εντελώς  !!

Πλησιάζει  την  σάκα  που  τον  περιμένει  στο  πεζούλι.  Κάθεται  πλάι  της. Οι  αγκώνες  του  ακουμπούν  στα  γόνατα  του  ,  τα  χέρια  του  λοξά  και  οι  παλάμες καταλήγουν   η  μία  πάνω  στην  άλλη.  Δεν  έχει  δύναμη  να  προχωρήσει.  Με  γερμένη  την  πλάτη  στα  κατακόρυφα   κάγκελα  του  φράχτη  , παρατηρεί  τις  ράγες  του  τρένου,  το  πέτρινο  κτίριο  του  σταθμού ,  το  ρολόι  με  την  θολωμένη τζαμαρία  του.

  Θλίψη  και  απογοήτευση !  

Βγάζει  από  την  σάκα  του  το  τετράδιο  που  έχει  σημειώσει   τις  ώρες  και  τα  δρομολόγια  των  τρένων , και  με  μια  δεύτερη  κίνηση  αλιεύει  την  μακρόστενη  κασετίνα .   Σέρνει  το  συρταρωτό   καπάκι  της  .  Ο  Θόρυβος  που  προκύπτει  από  το  ΚΛΙΚ  τρομάζει   ένα   αμέριμνο  σπουργίτη.  Το  πέταγμα  του   τραβά  την  προσοχή  του.  Κι’ έτσι  όπως  κοιτά  στα  μάτια  θαρρείς  να  του  λέει.

____   ....   Αύριο  πάλι..

______....  Αύριο  πάλι..    ψελλίζει  το  μικρό  αγόρι! 

        Χωρίς  να  το  θέλει  του  ξεφεύγει  ένας  χλιαρός   αναστεναγμός,  φρεσκάρει  με  την ξύστρα  την  μύτη  του  μολυβιού, στερεώνει  πρόχειρα  το  τετράδιο,  πάει  στην  σελίδα  με  τα  δρομολόγια  και  με  την  ήδη  φρεσκαρισμένη  μύτη  του  μολυβιού  σημειώνει:

<< Αριθμός  τρένου  667  >>

<< Το  τρένο  δεν  χαιρέτησε.. >>

____  Αύριο  πάλι.  Ψιθυρίζει!

Με  αργές  κινήσεις   μαζεύει  κασετίνα  και  τετράδιο,  παίρνει  την  σάκα  του,  και  συνεχίζει  τον  δρόμο  για  το  Σχολείο  του.

          Στο  Σχολείο  πως  να  κρύψει  την  στενοχώρια  του;;  Κακόκεφο  και  συνέχεια    αφηρημένο  ,  το  μικρό  αγόρι  δεν  κουβεντιάζει  συχνά  με  τους  φίλους  του.

      Στα  διαλείμματα    ενώ  όλα  τα  παιδιά  παίζουν  τρέχουν,  γελούν, αυτό  στέκεται  στην  άκρη  του  μαντρότοιχου  που  βλέπει  προς  τον  κεντρικό  δρόμο  και  παρατηρεί  τούς  περαστικούς  διαβάτες.  Πολλές  φορές  του  ΄ρχεται  να  δοκιμάσει  τον  χαιρετισμό , κάνει  πως  σηκώνει  τα  χέρια   για  να  χαιρετήσει.

Που  και  που  εισπράττει  κάνα  δύο   ζεστά  χαμόγελα!

     Όταν   πάλι   στα  διαλείμματα   δεν  βγαίνει  έξω  στο  προαύλιο  και  μένει  στη ν  αίθουσα  παίρνει  την  κιμωλία  και  γράφει  στον  πίνακα.

    Ζωγραφίζει,  τραβά  γραμμές ,  οριζόντιες, πλάγιες, κάθετες,  λοξές, πολλές  γραμμές!!

     Σπάνια  προβαίνει  σε  πιο  περίπλοκες  ενέργειες.  Να!!! ... Όπως  εκείνη  την  φορά  με  τον  θυρωρό  του  Σχολείου.  Τι  έκανε;;;

     Σε  ώρα  διαλείμματος  βρίσκει  τρόπο   οπλίζεται  με  θάρρος  πλησιάζει  τον  θυρωρό,  ευγενικά  του  λέει:

_____   Παρακαλώ   θα  μου  δώσετε  μεγάλη  χαρά  αν  μου  δανείσετε  για  λίγο  το  πηλίκιο  σας

_____  Αν  είναι  να  σου  δώσω  χαρά    ορίστε  ... και  με  μια  μεγαλοπρεπή  κίνηση  τελετουργικά  ο  θυρωρός  του  προσφέρει  το  πηλίκιο,.

  Κάνει  να  το  φορέσει  και  αυτό  βουλιάζει  στο  μικροσκοπικό  κεφάλι  του. Του  πέφτει  σχεδόν  ως  τα  μάτια  του, αλλά  δεν  το  εμποδίζει  να  στηθεί  στην  είσοδο   καμαρωτός  ,  κορδωμένος, με  την  σφυρίχτρα  να  παριστάνει  τον  σταθμάρχη   τρένου.

    Μπορεί  το  κολύμπι  του  πηλικίου   να  δυσκόλευε  την  όραση  , το  μικρό  αγόρι  όμως  με  τα  μάτια  της  φαντασίας  του  ένιωθε  τα  τρένα  να  περνούν  από  μπροστά  του, και  αυτός  ως  σταθμάρχης  ...δώστου  ΦΡΙ!! ΦΡΙ!!  ΦΡΙ!!  Ήταν  τόσο  αστείος  γιατί  καθώς  προχωρούσε  το  πηλίκιο  χόρευε, έπλεε  στο  κεφάλι  του,  λες και  ήταν  βαρκούλα  σε  μεθυσμένα  κύματα.

      Και  αν  καμιά  φορά   έκανε  απότομη  κίνηση το  πηλίκιο του  έχανε  την  ισορροπία  του, μπατάριζε, έγερνε  πότε  δεξιά  πότε  αριστερά!!

Και  δώστου  συνέχεια  ΦΡΙ!  ΦΡ1  ΦΡΙ!    Αμέσως  οι  συμμαθητές  του  δεν  χάνουν  ευκαιρία  ,  σχηματίζουν  μια  σειρά  και  ΤΣΑΦ!  ΤΣΟΥΦ!  ΤΣΑΦ!  ΤΣΟΥΦ!

                                                                     Το  τρένο  περνά

                                                                      ΤΣΑΦ!  ΤΣΟΥΦ! ΤΣΑΦ! ΤΣΟΥΦ!

                                                                       Περνά  και    χαιρετά !!!

                                                                     ΤΣΑΦ!  ΤΣΟΥΦ!  ΤΣΑΦ! ΤΣΟΥΦ!

Νά΄σου  οι  κύκλοι  στο  προαύλιο  του  Σχολείου, γέλια,  φωνές,  ένα  χαρούμενο  βουητό. 

      Όμως   ξαφνικά  ΝΤΡΙΝ!!  ΝΤΡΙΝ!!  ΝΤΡΙΝ!!  Το  κουδούνι  για  την  είσοδο  στο  μάθημα  αναγκάζει  το  μικρό  αγόρι  μαζί  με  το  πηλίκιο  να  παραδώσει  και  την  ιδιότητα  του  σταθμάρχη,  καθώς  επίσης  όλα  τα παιδιά  να  … κατέβουν  από  τα  βαγόνια  προκειμένου  να  μπουν  στην  αίθουσα  για  μάθημα. Παιχνίδι  τέλος.

    Συχνά— πυκνά  από  αφηρημάδα  ξεχνούσε  τετράδια  και  βιβλία  στο  Σχολείο του .Μια  από  τις  πολλές  φορές  _  και  αυτό  του  στοίχισε  πολύ-  είχε  σπείρει   στο  κάτω  μέρος  του  ξύλινου  θρανίου  το  φυτολόγιο.  Ένα  μικρό  μπλοκ  με  συλλογή  από  φύλλα  φυτών  και  δένδρων.

   Μόνο  που  στο  μπλοκάκι  μέσα, κάτω  από  το  φύλλο   του  γεροπλάτανου  πολύχρωμα  αποκόμματα   εισιτηρίων τρένου  απολάμβαναν  την   σκιά    του  πλατανόφυλλου.  Κρυμμένα   στην  φωλιά  του  φυτολογίου. 

   Ο  πατέρας  του  ο  κύριος  Σβαμ  ταξιδεύει  με  τρένο  , φροντίζει  και  προμηθεύει  το  μικρό  αγόρι  με  αποκόμματα  εισιτηρίων.  Άλλωστε  του  τα  ζητάει  επίμονα!

       Όποτε  ο  μελωδικός  ήχος  του  κουδουνιού σκορπούσε  το  χαρούμενο  σινιάλο  για  την  λήξη  των  μαθημάτων  της  ημέρας ,  ερχόταν  η  ώρα  της  επιστροφής  στο  σπίτι, περνούσε  πάλι  από  τον  σταθμό του  τρένου  ,  έριχνε  μια  σύντομη  ματιά  και  συνέχιζε  την  πορεία  του  .

       Στο  σπίτι  τον  περίμενε  ο  πατέρας  του  ο  κύριος  Σβαμ.

      Ο  μικρός  κακόκεφος,  θλιμμένος,  στέκεται  με  τις  ώρες   επάνω  από  το  τετράδιο  ,  ξεφυλλίζει  τις  σελίδες  με  τα  δρομολόγια  των  τρένων  , ενώ  κάθε  λίγο  ΧΡΑΤΣ! ΧΡΑΤΣ!  Τραβά  καμιά  γραμμή  με  το  μολύβι.  Τέσσερις  μήνες  το ίδιο  σκηνικό!  Αιτία;;  Το  τρένο  που  δεν  χαιρετούσε!!

      Έως  ότου  ένα  απόγευμα  συνέβη  κάτι!!  Από  την  μια  η  συσσωρευμένη  κούραση,  από  την  άλλη  ο  ύπνος  που  του  λείπει,  τα  μάτια  του  σαν  μικρές  κουμπότρυπες  ανοιγοκλείνουν  και  παραδίδονται  γλυκά- γλυκά  στα  δίχτυα  του.

     Έτσι  το  μικρό  αγόρι  γέρνει  πάνω  στο  γραφείο  του, με  το  προσωπάκι  του  ακουμπισμένο  στο  ανοιχτό  τετράδιο  εκεί  όπου  έχει  σημειωμένα  τα δρομολόγια  του  τρένου.

    Τότε  βλέπει  ένα  περίεργο  και  αρκετά  παράξενο  όνειρο.......

     Ήταν  λέει  πρωί  όταν  το  σφύριγμα  του  τρένου  διαλαλούσε  τον  ερχομό  του.

    Με  φούρια  ντύνεται  κατεβαίνει  τις  σκάλες  , ανοίγει  την  εξώπορτα  και  χύθηκε  προς  τον  σταθμό.   Πίσω  του  λέει  ήταν  και  ο  πατέρας  του  ο  κύριος  Σβαμ  που  έτρεχε....έτρεχε ...έτρεχε   αλλά  κάτι  γινότανε  κι΄ έμενε  στο  ίδιο  σημείο...  προσπαθούσε  με  κόπο  να  φθάσει  το  μικρό  αγόρι.... αλλά  έμενε  στο  ίδιο  σημείο.  Το  σφύριγμα  του  τρένου  λέει  πως  δεν  έμοιαζε  το  κανονικό  !!

    Όσο  πλησίαζε  το  μικρό  αγόρι   άκουγε  μουσικές  , φωνές  πλήθους,  μελωδικές!! ..... Έτρεχε... έτρεχε... ήταν  τέτοια  η  ορμή  του  που  τα  ποδαράκια  του λες  και  γύριζαν  πίσω  στην  πλάτη του  τόση  ήταν    η  φόρα  που΄ χε  πάρει!

Από  την  χαρά  του  σχεδόν  πετούσε.  ΤΑΠ!  ΤΑΠ!  ΤΑΠ!   Το  ποδοβολητό  του  όμοιο  κρουστό  όργανο!  Ρίχνει  μια  ματιά  πίσω  για  τον  πατέρα  του.....μάταια ..!

 

 

     Φθάνει  στον  σταθμό  του  τρένου  και    Ω !!  ΤΟΥ  ΘΑΥΜΑΤΟΣ !!

Βρίσκεται  λέει  μπροστά  σ΄ένα  ποικιλόχρωμο  θέαμα...  πλήθος  κόσμου  να  χορεύει  γύρω  από  τα  βαγόνια  ... που  δεν  ήταν  βαγόνια  ...  έδειχναν  λέει  κάτι  σαν  τεράστιες  βαλίτσες  !!  ΒΑΓΟΝΙΑ- ΒΑΛΙΤΣΕΣ!! Τεράστιες  χρωματιστές  βαλίτσες!! Κόκκινες,  πράσινες,  μπλε,  κίτρινες, ....ΒΑΓΟΝΙΑ- ΒΑΛΙΤΣΕΣ  να  στροφάρουν   στον  αέρα  κάνοντας  χορευτικές  φιγούρες  και  να  επανέρχονται στις μακριές  σιδερένιες  ράγες,  που  όμως  δεν  ήταν   ράγες,  έδειχναν  κάτι  σαν  κλωστές  κανταϊφιού  η  κάτι  σαν  χορδές  μουσικού  οργάνου.  Λίγο  παραδίπλα  επάνω  στο  ξύλινο  παγκάκι  ήταν  λέει  ένας  άνθρωπος  ,  διάφανος,  σχεδόν  αόρατος! 

      Ένας  άνθρωπος  μ΄ ένα  μπαστούνι  που  έκανε  λέει  τον  μαέστρο.

Αυτός  ο  άνθρωπος  λέει  πως  πότε  ήταν  ορατός  και  πότε  αόρατος!!

Πότε  τον  έβλεπες  και  πότε  δεν  τον  έβλεπες!!  Μόνο  το  μπαστούνι  του  στον  αέρα  χόρευε  μετέωρο  χωρίς  ανθρώπου  χέρι  να  το  κρατεί  και  διεύθυνε  το  μεθυσμένο  πλήθος  ,  που  συνέχιζε  λέει  κι΄αυτό  να  χορεύει  ,  όπως  και  τα  ΒΑΓΟΝΙΑ—ΒΑΛΙΤΣΕΣ!!  Επάνω  στις  ράγες   που  δεν  ήταν  ράγες,  αλλά  έδειχναν  κάτι  σαν  χορδές  μουσικού  οργάνου,  η  ακόμη  κάτι  σαν  κλωστές  κανταϊφιού.

      Και  τότε  λέει  το  μικρό  αγόρι  τρέχει  προς  τον  διάφανο  μαέστρο  για  να  λύσει  το  μυστήριο.....  Αλλά  αδύνατον!!  ....Τα  πόδια  του  τα  ένιωθε  βιδωμένα  στην  γη!!  Σ΄ αυτήν  την  προσπάθεια  ένας  δυνατός  κρότος  ,  και  βήματα  που  ανεβαίνουν   σκάλα   τον  επαναφέρουν  στην  πραγματικότητα!!  Ανοίγει  τα  μάτια  του.

____ ...  Όνειρο !!  Όνειρο  παράξενο  !!  Τα  λόγια  του   βγαίνουν  με  απορία.

  Όλα  γύρω  του  στη  θέση  τους.  Αναστατωμένος  και  κόκκινος  στο  ένα  μάγουλο  νιώθει  το  άγγιγμα  του  πατέρα  του.

Ο  κύριος  Σβαμ  πίσω  ,  χαμογελαστός,   με  μάτια  γεμάτο  καλοσύνη  τον  ρωτάει

_____  ....  Είσαι  καλά;

Το  αγόρι  τρίβει  το  πρόσωπο  του  κλείνει  το …   μαξιλαράκι του —το  τσαλακωμένο  τώρα  πια  τετράδιο —κουνάει  καταφατικά  το  κεφάλι  του  θέλοντας  να  του  πει  ... Ναι  !

    Τα  ίχνη  του  ονείρου  ζωγραφισμένα  στο  πρόσωπο  του.  Ο  πατέρας  του —ο  κύριος  Σβαμ— προσπαθεί  να  κρύψει  την  στενοχώρια  του,  δείχνει  κατανόηση  και  με  χαμόγελο  του  λέει

_____  ...  Θα  λείψω  για  λίγο  ,  μην  ανησυχήσεις  που  δεν  θα  γυρίσω  το  βράδυ.

        Προχωρεί  προς  το  δωμάτιο  του.  Όταν   βγαίνει  έχει  ήδη  φορέσει   το  μακρύ  επιβλητικό  παλτό  του  ,  στέκεται  μπροστά  στον  καθρέφτη, κάνει  πως  διορθώνει  το  καπέλο  του,  στην  ουσία  όμως  με  την  άκρη  των  ματιών  του  ρίχνει  κλεφτές  ματιές   στο  μικρό  αγόρι ,  έπειτα  πιάνει  την   βαλίτσα,  ελέγχει  την  ομπρέλα  του  και  τον  χαιρετά  αγκαλιάζοντας  τον.

____  Όπως  είπαμε  μην  ανησυχήσεις  ...  Θα  τα  πούμε  αύριο !!

      Ο  μικρός  του  γνέφει   με  το  βλέμμα  του,  επιστρέφει  στην  γωνιά  του  και  προσπαθεί  με  ρινίσματα  μολυβιού   να  τινάξει  την  σκόνη  του  ονείρου    από  την  μνήμη  του.  Τραβάει  μια  λευκή  κόλλα  χαρτί  αρχίζει  ν΄άποτυπώνει  επάνω  του  ότι  θυμάται   από  την  γλυκιά  ονειρική  περιπέτεια  του.

    Αύριο  πάλι  στο  ίδιο  σημείο  του  σταθμού    με  νωπή  την  γεύση  του  ονείρου  θα  σταθεί   να  περιμένει  ένα  ακόμη  τρένο  για  να  χαιρετήσει   τους  επιβάτες  του!  Και  αυτή  την  φορά  ελπίζει  πως  οι  επιβάτες   του  θ΄ ανταποκριθούν   στον  χαιρετισμό  του.  Με  την  ελπίδα  αυτή  περιμένει  να  περάσει  η  νύχτα.

Ωστόσο  ο  πατέρας  του  μικρού  αγοριού  ,  ο  κύριος  Σβαμ, έχει  φθάσει  στην  γειτονική  πόλη.  Χρειάζεται  να  φροντίσει  για  την  διανυκτέρευση  του.  Πάει  λοιπόν  σ΄ένα  ξενοδοχείο  να  ζητήσει  ένα  μονόκλινο   δωμάτιο.

     Όμως  ο  θυρωρός  που  έκανε  νυχτερινή  βάρδια  στο  ξενοδοχείο  ,  ξεφύλλισε  με  σπουδή  το  μεγάλο  βιβλίο  των  επισκεπτών και  του  λέει

____  ...  Λυπάμαι  ,  αυτή  είναι  η  μόνη  δυνατότητα......Μονόκλινο  δεν  έχω.  Η  ώρα  είναι  περασμένη  ,  δεν  πρόκειται  να  βρείτε  πουθενά  μονόκλινο.

_____  .... Καλά  είπε  ο  κύριος  Σβαμ,  θα  το  νοικιάσω  το  δεύτερο  κρεβάτι  σε  δίκλινο  δωμάτιο.  Μόνο που  όπως  καταλαβαίνετε  ,  θα  ήθελα   να  ξέρω   με  ποιόν  θα  μοιραστώ  το  δωμάτιο. Οχι  πως  φοβάμαι.  Εγώ  δεν  φοβάμαι  τίποτα  και  κανέναν.  Εξάλλου,  ο  άνθρωπος   που  μοιράζεται  μαζί  σου  το  δωμάτιο   δεν  μπορεί  παρά  να  είναι   φίλος.  Το  λοιπόν;  Ο  φίλος  μου  είναι  κι΄ όλας  στο δωμάτιο;;

____...  Ναι  ,  είπε  ο  θυρωρός  ,  στο  δωμάτιο  είναι  και  κοιμάται.

_____...  Χμ!!  Ώστε  κοιμάται  ε;;

  Τι  να  σου  κάνει  ,  λοιπόν,  ο  κύριος  Σβαμ;  Θέλοντας  και  μη  ,  τράβηξε  για  το  δωμάτιο  του  η  μάλλον  για  το  κρεβάτι  του.  Πήρε  την  βαλίτσα  και  την  ομπρέλα 

Και  προχώρησε  διστακτικά   προς  το  ασανσέρ.  Δεύτερος  όροφος,  δωμάτιο  διακόσια  δεκαέξι. Διέσχισε  αθόρυβα  το  διάδρομο  κοιτάζοντας  τα  νούμερα.  Διακόσια  δεκατρία,  διακόσια  δεκατέσσερα,  διακόσια  δεκαπέντε......

  Οι  πόρτες  των  ξενοδοχείων  είναι  ακριβώς  ίδιες.  Μόνο  στα  νούμερα  διαφέρουν.  Κοίταξε  γύρω  του .  Δεν  ήταν  μόνος.  Οι  δυο  γάτες  είχαν  παρατήσει  το  κρυφτούλι  στο  θυρωρείο  και  τον  είχαν  ακολουθήσει.  Η  μια  τους  μάλιστα  είχε   κιόλας   στρογγυλοκαθίσει  μπροστά  στην  πόρτα  με  τον  αριθμό  του  δωματίου  του  , ενώ  η  άλλη  παρακολουθούσε  από  απόσταση.

  << Παράξενα  ζώα  οι  γάτες  >>  ψιθύρισε  ο  Σβαμ.  <<  Λες  και  ξέρουν  να  διαβάζουν  τα  νούμερα  των  δωματίων !  >>.

  Μόλις  έφτασε  μπροστά  στην  πόρτα,  περίμενε  λίγο  μήπως  ακούσει  κανένα  θόρυβο  από  μέσα.  Τίποτα.  ύστερα,  κοίταξε  γύρω  του  μήπως  τον  βλέπει  κανείς  κι΄ έσκυψε  να  κοιτάξει   από  την  κλειδαρότρυπα.  Το  δωμάτιο  ήταν  βυθισμένο   στο  σκοτάδι.  Ξαφνικά  ακούστηκαν  βήματα  στη  σκάλα.  Κάποιος  ανέβαινε.  Ο  κύριος  Σβαμ  θορυβήθηκε,  για  μια  στιγμή  δεν  ήξερε  τι  να  κάνει.

<<  Τι  μου  συμβαίνει,  σκέφτηκε  ,  φοβάμαι  να  μπω  στο  δωμάτιο  μου;; >> 

            Τα  βήματα  πλησίαζαν  ολοένα  ,  μπορεί  να  ήταν  ο  υπάλληλος  της  εισόδου  η  κάποιος  ταξιδιώτης.  Θα  μπορούσε,  βέβαια  ,  να  κάνει  πως  έψαχνε  για  τον  αριθμό  του  δωματίου  του,  πως  βρέθηκε  σε  λάθος  όροφο.  Θα  μπορούσε  όμως  και  να  μπει  στο  δωμάτιο.  Στο  κάτω —κάτω  δε  θα  έμπαινε  παράνομα  εκεί  μέσα:  είχε  πληρώσει  κανονικά!

            Γύρισε  σιγά  το  πόμολο  και  μπήκε  γρήγορα  μέσα  κλείνοντας  πίσω  του  την  πόρτα.  Το  σκοτάδι  ήταν  απόλυτο.  Άπλωσε  το  χέρι  του  στον  τοίχο  και  προσπάθησε   να  βρει  τον  διακόπτη.  Τα  κρεβάτια  πρέπει  να  ήταν  κάπου  εκεί  μπροστά  του,  αλλά  με  τέτοιο  σκοτάδι  δεν  μπορούσε  να  διακρίνει  ούτε  την  μύτη  του.   Ξαφνικά  ακούστηκε  μια  φωνή.  Ο  τόνος  της  ήταν  βαθύς  κι΄άποφασιστικός:

      _____   Μην  ανάψετε  το  φως.  Κάντε  μου  τη  χάρη  να  αφήσετε  το  δωμάτιο  όπως  είναι  σκοτεινό.

       _____  Με  περιμένατε;  Ρώτησε  έντρομος  ο  κύριος  Σβαμ.  

      _______  Προσέξτε  μόνο  να  μη  σκοντάψετε  στο  μπαστούνι  μου.  Προχωρήστε  αργά  ,  θα  σας  οδηγήσω   εγώ   στο  κρεβάτι  σας.  Προσοχή  στη  βαλίτσα  μου.  Είναι  στη  μέση  περίπου  του  δωματίου  . Προχωρήστε  τρία  βήματα  κατά  μήκος  του  τοίχου.  Μετά  στρίψτε  δεξιά  και  προχωρήστε  πάλι  τρία  βήματα για  να  βρεθείτε  στην  άκρη  του  κρεβατιού  σας.

         Ο   Σβαμ  ακολούθησε   υπάκουος  τις  υποδείξεις   του   αγνώστου.  Μόλις  έφτασε  στο  κρεβάτι   γδύθηκε  και  χώθηκε  κάτω  από  τις  κουβέρτες.  Η  αναπνοή  του  άλλου   ακουγόταν  βαριά  και  δεν  τον  άφηνε  να  κλείσει  μάτι.

        ______  Με  λένε  Σβαμ,  είπε  σε  λίγο  διστακτικά.

        ______ Αχά! Είπε  ο  άλλος.

       ________  Ναι, είπε  ο  Σβαμ.

        ______  Ήρθατε  για  το  συνέδριο;

        ______ Όχι.  Εσείς;

        ______  Όχι,  είπε  ο  άλλος.

         _______  Τότε  ήρθατε  για  δουλειές;  Είπε  ο Σβαμ.

         ______  Όχι,  όχι  ακριβώς.

         ______  Πάντως  ,  είπε  ο  Σβαμ,  κανένας  δε  θα  μπορούσε  ποτέ   να  φανταστεί   για  πιο  λόγο  ήρθα  σε  τούτη  την  πόλη.

     Εκείνη  τη  στιγμή  ακούστηκε  το  σφύριγμα  του  τρένου  από  τον  κοντινό  σταθμό.  Ο  θόρυβος  ήταν  δυνατός  και  τα  κρεβάτια   άρχισαν  να  τρίζουν.

          _____  Μήπως  ήρθατε  για  κακό;  Μήπως  πρόκειται  να  διαπράξετε  κανένα  έγκλημα;  Ακούστηκε  η  φωνή  του  άλλου.

          _____  Όχι,  απάντησε  ο  Σβαμ  .  Μοιάζω  για  εγκληματίας;

          ______  Δεν  ξέρω  με  τι  μοιάζετε;  Πως  να  το  ξέρω  μέσα  στο  σκοτάδι!

     Ο  κύριος  Σβαμ   άρχισε  να  του  εξηγεί  με  ύφος  συνωμοτικό:

          ______  Ακούστε  κύριε......( μάταια  περίμενε  από  τον  άλλο   να   συστηθεί ).  Έχω  ένα  γιο  ,  ένα  μικρό  μπόμπιρα  και  για  χάρη  του   είμαι  σήμερα   εδώ.

           ____   Είναι  στο  νοσοκομείο;

           _____  Στο  νοσοκομείο;  Όχι,  όχι,  γιατί  να  είναι  στο  νοσοκομείο.  Μια  χαρούλα  είναι  το  αγοράκι  μου.  Είναι,  βέβαια, λίγο  χλωμό  κι  αδύνατο,  αλλά  όχι  και  άρρωστο!  ήθελα  να  σας  πω  το  λόγο  που  βρίσκομαι  σε  τούτη  τη  πόλη.  Έχει  να  κάνει  με  το  γιο  μου.  Ο  γιος  μου  ξέρετε, είναι  πολύ  ευαίσθητος.  Υπερβολικά  ευαίσθητος  θα  έλεγα,  σαν  την  μιμόζα.  Την  ξέρετε  την  μιμόζα.  Έτσι  είναι  και  ο  γιος  μου.

           ____Άρα  είναι  στο  νοσοκομείο.

           ___    Όχι,  φώναξε  ο  Σβαμ,  σας  το  είπα,  ο  γιος  μου  είναι  υγιής,  είναι  απόλυτα  υγιής.  Μόνο  που  η  ψυχούλα  του  είναι  πολύ  εύθραυστη και  κινδυνεύει.

Καταλαβαίνετε;  Κινδυνεύει.

            ____   Και  γιατί   κινδυνεύει;   Επέμεινε  ο  άλλος.

            ____   Μα,  δεν  καταλαβαίνετε;  Ένα  μικρό  παιδί  με  μια  τόσο  ευαίσθητη   ψυχούλα  πάντα  κινδυνεύει.  Κάθε  πρωί  ξυπνάει   για  να  πάει  στο  Σχολείο. Ετοιμάζει  πρώτα  την  τσάντα  του  και  φεύγει.  Στο  δρόμο  σταματάει  για  λίγο  κοντά  στις  γραμμές  του  τρένου  και  περιμένει.  Μόλις  εμφανίζεται  το  πρωινό  τρένο,  σηκώνει  τα  χεράκια  του  και  χαιρετάει.  Χοροπηδάει  με  τα  ποδαράκια  του   και  χαιρετάει  με  όλη  του  τη  δύναμη  τους  ταξιδιώτες  που  κοιτάνε  από  το  παράθυρο  του  τρένου.

              ____   Ε,  και  λοιπόν;  Ακούστηκε  απορημένη  η  φωνή  του  ξένου.

              ____  Μετά,  πηγαίνει  στο  Σχολείο  και  το  μεσημέρι  γυρίζει  κακόκεφος  στο  σπίτι.  Είναι  πολύ  στενοχωρημένος  και  έχει  πάντα  κακή  διάθεση.  Δεν  τρώει δε  μιλάει  ,  δεν  κάνει  τα  μαθήματα  του, δεν  έχει  όρεξη  για  τίποτα. Μήνες  τώρα η  ίδια  ιστορία  , καταλαβαίνετε;  Πάει  το  χάνω  το  παιδί  μου!

              ____  Και  γιατί  τα  κάνει  όλα  τούτα;

              ____  Ξέρετε,  οι  επιβάτες  του  τρένου  τον  βλέπουν  που  τους  χαιρετάει,  όμως  εκείνοι  δεν  ανταποδίδουν  τον  χαιρετισμό.  Κανένας  τους  δεν  τον  χαιρετάει.

             ____  Και  θέλετε  τώρα  εσείς,  κύριε Σβαμ,  να  παίξετε  το  ρόλο  του  καλού  ταξιδιώτη;  Θέλετε  αύριο  να  παραστήσετε  τον  ταξιδιώτη  του  πρωινού  τρένου  μόνο  και  μόνο  για  να  χαιρετήσετε  το  γιο  σας;

             ____   Ναι ,  κύριε  μου,  είπε  ο  κύριος  Σβαμ  ,  το  βρήκατε.  Αυτό  θέλω  να  κάνω.

             ____   Θα  πάρετε  το  πρωινό τρένο  για  το  Κούρτσμπαχ,  έτσι  δεν  είναι;

             ____  Ναι,  είπε  ο  Σβαμ.

             _____  Και  δε  θα  ντραπείτε  καθόλου  γι΄ αυτή  την  απάτη;  Γιατί  αυτό  που  θέλετε  να  κάνετε  είναι  σκέτη  απάτη  .  Δεν  είστε  ένας  οποιοσδήποτε  ταξιδιώτης,  είστε  ο  πατέρας  αυτού  του  παιδιού!

              _____  Απάτη;  Σας  παρακαλώ,  κύριε,  δε  σας  επιτρέπω!  Πως  τολμάτε  να  μου  λέτε  κάτι  τέτοιο;  Πετάχτηκε  ο  Σβαμ.

        Δίχως  να  περιμένει  την  απάντηση  του  ξένου,  ο  Σβαμ  κουκουλώθηκε  νευριασμένος.  Σε  λίγο  τον  πήρε  ο  ύπνος  .  Το  πρωί  που  ξύπνησε  ,  έριξε  μια  ματιά  στο  ρολόι  και  πετάχτηκε  από  το  κρεβάτι  έντρομος  ,  το  τρένο  είχε  ήδη  φύγει!

        Να  μείνει  για  το  άλλο  πρωί   ούτε  λόγος.  Το  ξενοδοχείο  δεν  ήταν  καθόλου   φτηνό  για  την  τσέπη  του.  Είχε  πάρει  άδεια  από  τη  δουλειά  ,είχε  πληρώσει  τόσα  λεφτά  για  το  ξενοδοχείο ,  και  το  αποτέλεσμα  ποιο  ήταν;  Μηδέν!  Το  απόγευμα   γύρισε  απογοητευμένος  στο  σπίτι.

         Ο  γιος  του  τον  περίμενε   με  ανυπομονησία  .  Μόλις  τον  άκουσε  να  ανεβαίνει  τη  σκάλα,  πετάχτηκε  έξω  να τον  υποδεχτεί.  Στο  προσωπάκι  του ήταν  ζωγραφισμένο  ένα  πλατύ  χαμόγελο.

α   καλά   δεν  πρόλαβε  ο  Σβαμ   να   ανεβεί  τη  σκάλα  κι  ο  μικρός   όρμηξε   πάνω  του  χοροπηδώντας.  Επιτέλους  ,  το  παιδί  γελούσε  και  πάλι.  Ο  Σβαμ   ξέχασε  το  πρωινό  του  πάθημα  .  Ένα  χαμόγελο  ζωγραφίστηκε  στο  πρόσωπο  του.

           _____  ¨Ένας  κύριος  ,  μπαμπά ,  στο  τρένο  με  χαιρέτησε...  Αλήθεια  σου  λέω,  μπαμπά,  με  χαιρέτησε  σου  λέω.....

  Ο  μικρός   ήταν  ενθουσιασμένος  .  Τα  μάτια  του  έλαμπαν  από  χαρά  .  Είχε  σφίξει  τα  χεράκια  του  κι  όλο  έδινε  στον  πατέρα  του  γροθιές,  που  εκείνος  τις  δεχόταν   με   ευχαρίστηση.  Ωστόσο  ,  ο  Σβαμ   δεν  μπορούσε  ακόμα  να  καταλάβει  τι  ακριβώς    είχε  συμβεί.

         _____  Με  ένα  μπαστούνι;  Σε  χαιρετούσε  με  ένα  μπαστούνι;  Τον  ρώτησε  ο  Σβαμ  μ΄   έναν   παράξενο  τόνο   στη  φωνή.

         _____   Ναι,  κάτι  σαν  μπαστούνι.  Με  χαιρετούσε   συνέχεια  ,  μέχρι  που  χάθηκε  πέρα,  στη  στροφή.  Είχε  δέσει  κι  ένα  μαντίλι  στο  μπαστούνι  του και  το  κουνούσε   διαρκώς  ,  μέχρι  που  έπαψα  πια  να  το  βλέπω.

        Ο  Σβαμ  έμεινε  για  λίγο  σιωπηλός.  ΄Ύστερα   ,    πατέρας  και  γιος  μπήκαν  στο  σπίτι.  Κάπου  μακριά  ακούστηκε  το  σφύριγμα   ενός  τρένου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: